- καταχειμάσας
- καταχειμά̱σᾱς , κατά-χειμάωpres part act fem acc pl (doric)καταχειμά̱σᾱς , κατά-χειμάωpres part act fem gen sg (doric)καταχειμά̱σᾱς , κατά-χειμάωaor part act masc nom/voc sg (attic epic doric ionic aeolic)καταχειμά̱σᾱς , κατά-χειμάζωwinter infut part act fem acc pl (doric)καταχειμά̱σᾱς , κατά-χειμάζωwinter infut part act fem gen sg (doric)καταχειμάσᾱς , κατά-χειμάζωwinter inaor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.